- πάγγεος
- πάγγεος, -ον (Α)1. αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη2. (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γεος (βλ. λ. γη), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάγγεον — πάγγεος holding the whole earth masc/fem acc sg πάγγεος holding the whole earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek